διάπλαση

διάπλαση
Σχηματισμός, διαμόρφωση ή τρόπος με τον οποίο είναι σχηματισμένο ένα σώμα· διαπαιδαγώγηση· η αποκατάσταση μέλους του σώματος που υπέστη κάταγμα. (Βιολ.) Φυτοκοινωνία που, παρά τις διαφορές των διαφόρων ειδών, παρουσιάζει όμοιους βιολογικούς χαρακτήρες και ανάλογη φυσιογνωμία. Παραδείγματα φυσικών δ. είναι τα δάση, οι θαμνώνες, οι λειμώνες κλπ. Οι δ. διακρίνονται σε κλειστές, όπου υπάρχει πυκνή βλάστηση που καλύπτει όλο το έδαφος, και σε ανοιχτές, στις οποίες το έδαφος είναι εύκολα ορατό γιατί καλύπτεται από αραιή βλάστηση. Πρωτογενής δ. ονομάζεται το φυτικό άθροισμα, η προέλευση και η ανάπτυξη του οποίου είναι τελείως ανεξάρτητες από την επίδραση του ανθρώπου (π.χ. το πυκνό ισημερινό δάσος). Δευτερογενής δ. λέγεται το φυτικό άθροισμα που παρουσιάζεται στη θέση της μητρικής βλάστησης μετά τη διατάραξή της (π.χ. από την επίδραση του ανθρώπου, της βόσκησης ή πυρκαγιάς). Στην περίπτωση αυτή η δ. μπορεί να έχει την εμφάνιση της πρωτογενούς δ., έχει όμως διαφορετική σύνθεση χλωρίδας. (Γεωλ.) Μεγάλη ομάδα γεωλογικών στρωμάτων από πετρώματα που διαμορφώθηκαν στη διάρκεια μιας ολόκληρης περιόδου της προϊστορίας της Γης. Κάθε δ. υποδιαιρείται σε βαθμίδες. Το χρονικό διάστημα του παρελθόντος της Γης που απαιτήθηκε για τον σχηματισμό μιας δ. ονομάζεται γεωλογική περίοδος. Πολλές γεωλογικές δ. αποτελούν ένα άθροισμα στρωμάτων, το οποίο σχηματίστηκε στη διάρκεια ενός γεωλογικού αιώνα. Ο καθορισμός μιας δ. γίνεται όχι τόσο από την πετρογραφική σύσταση των στρωμάτων της, αλλά από τη στρωματογραφική τους θέση και τα χαρακτηριστικά των απολιθωμάτων που αυτά περιέχουν.
* * *
η (Α διάπλασις, -εως) [διαπλάσσω]
1. διαμόρφωση, σχηματισμός, πλάσιμο
2. ο τρόπος με τον οποίο ένα σώμα είναι σχηματισμένο («σωματική διάπλαση»)
3. διαπαιδαγώγηση, αγωγή ανηλίκων
4. γεωλ. βασική λιθοστρωματική ενότητα που υποδιαιρείται σε βαθμίδες
5. (φυτογεωγρ.) φυτοκοινωνία που παρά τις διαφορές τών ειδών παρουσιάζει όμοιους βιολογικούς χαρακτήρες και ανάλογη φυσιογνωμία
αρχ.
αποκατάσταση μέλους τού σώματος που έχει σπάσει ή ραγίσει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διάπλαση — η 1. το αποτέλεσμα του διαπλάθω, η διαμόρφωση, ο σχηματισμός: Έχει αθλητική διάπλαση σώματος. 2. μτφ., η διαπαιδαγώγηση: Η ηθική διάπλαση είναι εφόδιο ζωής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαπλάσῃ — διαπλάσηι , διάπλασις putting into shape fem dat sg (epic) διαπλάσσω form aor subj mid 2nd sg διαπλάσσω form aor subj act 3rd sg διαπλάσσω form fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακία βλάστηση ή διάπλαση — Χαρακτηριστική φυτοκοινωνία ή θαμνώδης διάπλαση, η οποία συναντάται στα μεσογειακού τύπου κλίματα και αποτελείται από υψηλούς θάμνους, ύψους έως 2 μ., με σκληρούς ξυλώδεις κλάδους και μικρά δερματώδη φύλλα, σκούρου πράσινου χρώματος· είναι γνωστά …   Dictionary of Greek

  • λαδόγια διάπλαση — Μία από τις διαπλάσεις στις οποίες ο Σέντερχολμ διαίρεσε τα στρώματα του αρχαϊκού ή αζωικού αιώνα τα οποία παρουσιάζονται στη Σκανδιναβία και στη Φιλανδία. Τα στρώματα της λ.δ. αναπτύσσονται ιδιαίτερα στη βόρεια όχθη της λίμνης Λαδόγα, καθώς και… …   Dictionary of Greek

  • μαγκρόβιος — α, ο, θηλ. και ος φρ. «μαγκρόβια διάπλαση» ή «μαγκρόβιος διάπλαση» (φυτογεωγρ.) φυτική διάπλαση που είναι χαρακτηριστική τών αβαθών παραθαλάσσιων περιοχών και αποικίζει τις ιλυώδεις αποθέσεις τών ποταμόκολπων και λιμνοθαλασσών τής τροπικής ζώνης …   Dictionary of Greek

  • τερατολογία — Η τ. έχει ως αντικείμενο τη μελέτη όλων των εξαιρετικών οργανικών διατάξεων, με τις οποίες κάποιο άτομο διακρίνεται από το πλήθος των ατόμων του ίδιου αυτού είδους. Οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις είναι ανωμαλίες ή τερατομορφίες. Ανωμαλία… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • αγριόχοιρος — Αρτιοδάκτυλο, όχι μηρυκαστικό, της υπόταξης των συομόρφων. Ο α. ο κοινός,το πιο συνηθισμένο είδος, ζει στα δάση της Ευρώπης (στην Ελλάδα συναντάται σε Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και σπανιότερα στη Στερεά), σε ένα τμήμα της Ασίας (μέχρι… …   Dictionary of Greek

  • αδιάπλαστος — η, ο (Α ἀδιάπλαστος, ον) [διαπλάσσω] αυτός που δεν διαπλάστηκε, που δεν πήρε ακόμη την οριστική του μορφή, αδιαμόρφωτος, ασχημάτιστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν επιδέχεται διάπλαση, που δεν πρόκειται ποτέ να πάρει την ανάλογη διάπλαση 2. ο μη… …   Dictionary of Greek

  • αναδιάπλαση — η διάπλαση, διαπαιδαγώγηση σε νέες βάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγιο σύνθ. < ανα * + διάπλαση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”